- αποξεραίνω
- βλ. αποξηραίνω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποξεραίνω — βλ. αποξηραίνω … Dictionary of Greek
εγξηραίνω — ἐγξηραίνω (Α) ξεραίνω καλά, αποξεραίνω … Dictionary of Greek
απομαραίνω — ανα, άθηκα, αμένος, μαραίνω τελείως, αποξεραίνω: Άφησες τα λουλούδια απότιστα κι απομαράθηκαν. Ουσ. απομάρανση, η και απομάραμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποξηραίνω — και αποξεραίνω ανα, άθηκα, ξεραμένος 1. ξεραίνω εντελώς: Αποξέραναν τους βαλτότοπους και τους έκαναν τα καλύτερα χτήματα. 2. μένω κατάπληκτος: Καθώς δεν περίμενε να με δει, μόλις μ αντίκρισε αποξεράθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)